ραφινέ

ραφινέ
ο, η, το, Ν
(άκλ. επίθ.) ραφιναρισμένος, ραφινάτος, φιλτραρισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffine (βλ. και ραφινάρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραφινάτος, -η, -ο — και ραφινέ (άκλ.), διυλισμένος, εκλεπτυσμένος: Το λάδι που πήραμε είναι ραφινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραφινάδα — η, Ν η ημικατεργασμένη ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ή τεύτλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραφινέ + κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”